- συγκλονίζω
- συγκλονίζω, συγκλόνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συγκλονίζω — ΝΑ κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω νεοελλ. μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλονίζω «σείω, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
συγκλονίζω — συγκλόνισα, συγκλονίστηκα, συγκλονισμένος 1. τραντάζω, σείω: Συγκλονίστηκε η γη από το σεισμό. 2. συνταράσσω ψυχικά κάποιον: Το τραγούδι αυτό με συγκλόνισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
διασείω — (Α διασείω) συνταράσσω, τραντάζω, συγκλονίζω αρχ. 1. συγχέω 2. φοβίζω 3. εκβιάζω κάποιον και τού παίρνω χρήματα … Dictionary of Greek
δονώ — ( έω) (AM δονῶ) 1. πάλλω, τινάσσω, θέτω σε παλμική κίνηση 2. συγκινώ, συγκλονίζω αρχ. 1. παρασύρω («τὰς [ενν. βόας] οἶστρος ἐδόνησεν», Ομ. Ιλ.) 2. διαταράσσω, φοβίζω, εκπλήττω 3. (για έρωτα) εξεγείρω, ταράσσω 4. παθ. ( οῡμαι) περιστρέφομαι 5.… … Dictionary of Greek
εγκυματίζω — ἐγκυματίζω (Α) συγκλονίζω, ταράζω μέσα στα κύματα … Dictionary of Greek
επιθροώ — ἐπιθροῶ, έω (Α) σείω, συνταράσσω, συγκλονίζω … Dictionary of Greek
κατασυγκινώ — προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek
καταταράζω — (Α καταταράσσω και καταταράττω) 1. ταράζω πάρα πολύ 2. (για πρόσ.) προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω, αναστατώνω … Dictionary of Greek